Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟ. ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΩΡΗΣΗ

Βασική επιδίωξη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων υπήρξε από την έναρξη του έργου «Επέκταση της Γραμμής 3: Τμήμα Χαϊδάρι – Πειραιάς» η διεπιστημονική προσέγγιση των αρχαιολογικού υλικού με στόχο την πληρέστερη τεκμηρίωση των ανασκαφικών δεδομένων παράλληλα με την απρόσκοπτη εξέλιξη του τεχνικού έργου. Η φύση των ευρημάτων άλλωστε ευνόησε από την πρώτη κιόλας στιγμή την ανάπτυξη της στενής συνεργασίας της αρχαιολογικής ομάδας με τον Τομέα Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και το τμήμα Τεχνικής Γεωλογίας της Αττικό Μετρό Α.Ε.

Καρπός των συνεργασιών αυτών είναι η συνδιοργάνωση από την Εφορεία και τη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών Επιστημονικής Ημερίδας, όπου θα παρουσιαστούν οι ανασκαφές του έργου, η τεχνολογία του υδροσυστήματος της αρχαίας πόλης του Πειραιά και η εξέλιξή του ανάλογα με τις εκάστοτε υδατικές ανάγκες και με την πολεοδομική οργάνωση της πόλης, καθώς και οι γεωλογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες που καθόρισαν την ανάπτυξή του.

Για οδηγίες πρόσβασης δείτε: http://on.fb.me/1IzHXZx

Abstracts

Παρουσίαση των ανασκαφών του έργου

Στ. Χρυσουλάκη, Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων

Η Εφορεία Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων έχει στη χωρική της αρμοδιότητα το μεγαλύτερο τμήμα του έργου της Αττικό Μετρό ΑΕ «Επέκταση της Γραμμής 3: τμήμα Χαϊδάρι-Πειραιάς».

Η συνολική έκταση που έχει ελεγχθεί αρχαιολογικά μέχρι σήμερα προσεγγίζει τα 25.000 τ.μ., ενώ σωστικές ανασκαφικές έρευνες έχουν διενεργηθεί σε συνολική επιφάνεια 7.000 τ.μ.. Μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση ανασκαφές στην πόλη του Περαιά, πραγματοποιήθηκε σε χρονικό διάστημα 25 μηνών στο χώρο κατασκευής του Σταθμού ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ, σε τέσσερις διαφορετικές εργοταξιακές καταλήψεις στις πλατείες περιμετρικά του κτιρίου του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.

Η διερεύνηση μεγάλου αριθμού υπόγειων κατασκευών ύδρευσης και η συλλογή πλήθους κινητών ευρημάτων απαίτησε την ταυτόχρονη εφαρμογή συμβατικών  μεθόδων ανασκαφής, τεκμηρίωσης και συντήρησης, αλλά και τη χρήση σύγχρονων τεχνικών και μέσων. Παράλληλα, η διεπιστημονική προσέγγιση, σαν αποτέλεσμα συνέργειας πολλών γνωστικών πεδίων, εφαρμόζεται, από την πρώτη στιγμή, σε όλα τα στάδια, ανοίγοντας νέους ερευνητικούς δρόμους.

Το Ιπποδάμειο σύστημα και η μορφή των οικιών

Γ. Πέππας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων

Η συμβολή του Πειραιά στη φήμη και τη δύναμη που απέκτησε η Αθήνα σαν μια από τις σπουδαιότερες πόλεις του αρχαίου Ελληνικού κόσμου υπήρξε καθοριστική. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά το 460 π.Χ., με πολεοδομικό σχέδιο, πάνω στα σχέδια του Ιππόδαμου από τη Μίλητο. Το πολεοδομικό σχέδιο που εφάρμοσε προνοεί για την ανάπτυξη όλης της περιοχής που περικλείεται από τα τείχη, και των ζωνών κατοικίας. Bασιζόταν στη χάραξη παράλληλων δρόμων, που τέμνονται κάθετα, ώστε να δημιουργούνται οικοδομικά τετράγωνα, χαραγμένα με ακρίβεια, που χωρίζονταν σε οικόπεδα ίσου εμβαδού.

Η αρχή της ισονομίας που κυριάρχησε στη σχεδίαση της πόλεως είχε ως συνέπεια την επιβολή ενός συγκεκριμένου προτύπου σπιτιού: είχαν ομοιόμορφη κάτοψη και διαφοροποιούνταν μόνο σε σχέση με τη θέση τους στο οικοδομικό τετράγωνο. Οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στην πορεία των αιώνων είναι εμφανείς και αποτυπώθηκαν στην πόλη και στη μορφή της κατοικίας. Ανθρωπογενείς καταστροφές αλλά και μεγάλα οικοδομικά προγράμματα ανοικοδόμησης διαφοροποίησαν την εικόνα. Από τον 3ο αι. π.Χ. έχουμε πολυτελέστερα σπίτια που προκύπτουν από τη συνένωση περισσότερων από ένα οικοπέδων, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο χτίστηκαν πλούσιες ρωμαϊκές επαύλεις με περίστυλο αίθριο.

Οι ανασκαφές στο πλαίσιο του έργου συμπλήρωσαν τη μέχρι σήμερα εικόνα για την τοπογραφία της αρχαίας πόλης και την εξέλιξη του στο χρόνο, τόσο στην περιοχή του Δημοτικού Θεάτρου όσο και στο Λόφο της Μουνιχίας. Σε εξέλιξη βρίσκεται ευρύτερο πρόγραμμα της Εφορείας για την τοπογραφική αποτύπωση και την προσάρτηση σε ενιαίο υπόβαθρο όλων των ορατών και μη -στοιχεία των οποίων τηρούνται αρχειακά- αρχαίων καταλοίπων που έχουν αποκαλυφθεί διαχρονικά στην πόλη του Πειραιά, ώστε να καταστεί σύντομα δυνατή η ακριβής αποκατάσταση του αρχαίου πολεοδομικού ιστού.

Τα συστήματα ύδρευσης

Π. Κουτής και Αιμ. Μπεντερμάχερ–Γερούσης, Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων 

Από την έρευνα στo έργο της επέκτασης του Μετρό στον Πειραιά εντοπίστηκαν συνολικά 115 κατασκευές σχετιζόμενες με το αρχαίο υδρευτικό σύστημα, 43 πηγάδια και φρέατα, 34 δεξαμενές, 32 σήραγγες και 6 φρεάτια. Τα αποτελέσματα καταδεικνύουν τη συνεχή προσπάθεια των κατοίκων της πόλης για την εξασφάλιση του αναγκαίου πόσιμου νερού.

Με την εγκατάστασή τους στη νεοϊδρυθείσα πόλη, οι κάτοικοι αρχικά προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την υδροδότησή τους από τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα, διανοίγοντας πηγάδια, όπως αποδεικνύει η εύρεση ημιτελών πηγαδιών, με κεραμική που χρονολογείται στα τέλη του 5ου και στον 4ο αι. π.Χ. Ενδεχομένως ο υδροφόρος ορίζοντας να μην ήταν επαρκής και έτσι στράφηκαν σε άλλη μέθοδο προμήθειας νερού, κατασκευάζοντας πλέον υπόγειες δεξαμενές περισυλλογής των ομβρίων. Η μεγάλη έκταση της ανασκαφής και η ταυτόχρονη εύρεση μεγάλου αριθμού δεξαμενών, επέτρεψε την τυπολογική τους κατάταξη και εξέλιξή της στο χρόνο.

Κατά την ελληνιστική περίοδο, με τις κοινωνικές αλλαγές και τα μεγαλύτερα σπίτια, αυξήθηκαν και οι ανάγκες σε νερό. Προκειμένου να ικανοποιηθεί η ζήτηση διανοίχθηκαν αδιέξοδες σήραγγες σε υπάρχουσες δεξαμενές ή συνενώθηκαν δεξαμενές, αυξάνοντας αθροιστικά την δυνατότητα αποθήκευσης νερού. Στο τέλος της ελληνιστικής περιόδου εγκαταλείφθηκαν και πληρώθηκαν με υλικό απόρριψης κατά την ανοικοδόμηση της πόλης μετά την καταστροφή του Σύλλα το 87-86 π.Χ.. Με τη λειτουργία λουτρών και με τη κατασκευή πολυτελών επαύλεων στα ρωμαϊκά χρόνια αυξήθηκαν ιδιαίτερα οι ανάγκες σε νερό, ζήτηση που καλύφθηκε με τη μεταφορά νερού στην πόλη. Στο πλαίσιο του έργου αποκαλύφθηκε τμήμα του αγωγού του ρωμαϊκού υδραγωγείου με  φρέατα επίσκεψης και στοιχεία χρήσης των πρωιμότερων δεξαμενών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η λειτουργία του σταμάτησε κατά την Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, ίσως λόγω της επιδρομής των Γότθων το 397 μ.Χ.

Ευρήματα της ανασκαφής

Στ. Χρυσουλάκη και Γ. Πέππας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων

Ο μεγαλύτερος όγκος των ευρημάτων των ανασκαφών του έργου αποτελείται από πήλινα αντικείμενα, τμήματα αγγείων και κεράμων στέγασης. Οι διαδικασίες ανάταξης και συντήρησης έχουν επιτρέψει μέχρι σήμερα την αποκατάσταση περίπου 400 απ’ αυτά. Παράλληλα, συλλέχθηκε μεγάλος αριθμός νομισμάτων νομισμάτων,  μετάλλινων (εργαλεία, σκεύη, δομικά υλικά) και λίθινων (γλυπτά, σκεύη, αρχιτεκτονικά μέλη) αντικειμένων.

Αξιοσημείωτη και σπάνια είναι η διατήρηση μεγάλου αριθμού ένυδρων οργανικών υλικών από τα αρχαία φρέατα, η οποία οφείλεται στο ιδιαίτερο μικροκλίμα  ταφής τους. Πρόκειται κυρίως για ευρήματα από ξύλο αρκετά από τα οποία προέρχονται από τέχνεργα, καθώς φέρουν επεξεργασία (μικροαντικείμενα, τμήματα από εργαλεία). Ανάμεσά τους ξεχωρίζει άγαλμα ανδρικής μορφής. Μεγάλος είναι και ο αριθμός καρπών (φουντούκια, καρύδια, αμύγδαλα, κουκουνάρια, πυρήνες ελιάς και σταφυλιών, αποξηραμένο σύκο). Επίσης, βρέθηκαν τμήματα από έντομα (εξωσκελετοί σκαθαριών), καθώς και τμήματα σχοινιών. Δε λείπουν και τα ξύλινα κατάλοιπα οικοσκευής (τμήματα επίπλων, στοιχεία στέγασης, πόρτα).

Αναπαράσταση λειτουργίας των δεξαμενών συλλογής ομβρίων

Ν. Μαμάσης, Π. Δευτεραίος, Ν. Ζαρκαδούλας και Δ. Κουτσογιάννης, Τομέας Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, ΕΜΠ

Οι υπόγειες δεξαμενές αποτελούν την κυρίαρχη συνιστώσα των έργων ύδρευσης του αρχαίου Πειραιά και είναι αυτές που δίνουν στο υδροσύστημα μια ιδιαίτερη θέση σε σύγκριση με τα υπόλοιπα της αρχαιότητας. Η αναπαράστασή της λειτουργίας τους επιτρέπει τη μελέτη μιας περίπτωσης ευφυούς αξιοποίησης περιορισμένων υδατικών πόρων σε αστική περιοχή. Με την ανάπτυξη ενός ημερησίου υδρολογικού μοντέλου εκτιμήθηκε η δυνατότητα εκμετάλλευσης των ομβρίων υδάτων στην αρχαία πόλη, μέσω της αποθήκευσης τους στις υπόγειες δεξαμενές.

Εξετάστηκαν διαφορετικά σενάρια: (α) ζήτησης νερού, (β) όγκου δεξαμενής και (γ) επιφάνειας τροφοδοσίας, ώστε να υπολογιστούν η εισροή ομβρίων υδάτων, η διακύμανση των αποθεμάτων και οι υπερχειλίσεις των δεξαμενών καθώς και η πιθανότητα αστοχίας κάλυψης της ζήτησης. Η ανάλυση έδειξε ότι η ποσότητα των ομβρίων υδάτων επαρκούσε σε σημαντικό βαθμό για την κάλυψη των υδατικών αναγκών σε επίπεδο οικίας. Η αξιοπιστία κάλυψης της ζήτησης αυξανόταν σημαντικά με την αύξηση της χωρητικότητας των δεξαμενών και έτσι εξηγούνται οι ποικίλες επεμβάσεις επέκτασης και ένωσης των δεξαμενών που ανασκάφηκαν.

Περιγραφή των γεωλογικών και υδρογεωλογικών συνθηκών της στενής και ευρύτερης περιοχής ανάπτυξης των αρχαίων συστημάτων ύδρευσης του Πειραιά, βάσει των ερευνών για τις επεκτάσεις του Μετρό

Μαρία Μπενίση, Τμήμα Τεχνικής Γεωλογίας Αττικό Μετρό Α.Ε.

Η γεωτεχνική έρευνα που εκτελέστηκε στο πλαίσιο των έργων της Αττικό Μετρό Α.Ε. στην περιοχή της Πειραϊκής χερσονήσου παρέσχε πλήθος στοιχείων για την γεωλογική, υδρογεωλογική αλλά και παλαιογεωγραφική αναγνώριση των σχηματισμών εντός των οποίων αναπτύσσονται τα αρχαία συστήματα ύδρευσης του Πειραιά. Τα στοιχεία αυτά, στα οποία βασίζονται οι μετέπειτα αναπαραστάσεις λειτουργίας των συστημάτων αυτών, παρουσιάζονται συνοπτικά στην παρούσα εργασία. Πιο αναλυτικά γίνεται η παρουσίαση των στοιχείων που αφορούν στους υδρογεωλογικούς χαρακτήρες των σχηματισμών της στενής περιοχής ανάπτυξης των αρχαίων συστημάτων ύδρευσης του Πειραιά, με έμφαση στην υδροπερατότητα και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πορώδους.

Τεχνικογεωλογικά χαρακτηριστικά της «Μάργας του Πειραιά» – Συγκριτική ποιοτική ανάλυση της συμπεριφοράς της στις αρχαίες και σύγχρονες υπόγειες κατασκευές της περιοχής του σταθμού «Δημοτικό Θέατρο»

Γιώργος Στούμπος, Τμήμα Τεχνικής Γεωλογίας Αττικό Μετρό Α.Ε.

Οι σχηματισμοί εντός των οποίων αναπτύσσονται τα αρχαία συστήματα ύδρευσης του Πειραιά αποτελούν το περιβάλλον εντός του οποίου διανοίγονται και τα σύγχρονα έργα της Αττικό Μετρό Α.Ε.. Η συμπεριφορά των σχηματισμών αυτών, τόσο σε ανοικτά ορύγματα όσο και σε σήραγγες, παρέχει πλήθος στοιχείων αναφορικά με την ευστάθειά τους. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται και προεκβάλλονται στον χρόνο ώστε να γίνουν αντιληπτά τα πιθανά μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα των εν λόγω σχηματισμών, τα οποία οδήγησαν τους αρχαίους κατοίκους της Πειραϊκής χερσονήσου να τους επιλέξουν για την κατασκευή των υδρομαστευτικών και υδαταποθηκευτικών τους κατασκευών. Επίσης, στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται οι εμπειρίες από τις επισκέψεις στα αρχαία αυτά έργα καθώς και η γεωλογική χαρτογράφηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των επισκέψεων αυτών.

Σύνθεση προσεγγίσεων-μελλοντική έρευνα

Στ. Χρυσουλάκη και Ν. Μαμάσης, Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής Πειραιώς και Νήσων και Τομέας Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος, Σχολή Πολιτικών Μηχανικών ΕΜΠ

Η κατανόηση της λειτουργίας και της χρονικής εξέλιξης των αρχαίων έργων ύδρευσης του Πειραιά απαιτεί διεπιστημονική προσέγγιση που εκτός από τις επιστήμες της αρχαιολογίας και της ιστορίας περιλαμβάνει την υδρολογία, την υδρογεωλογία, την υδραυλική και τη διαχείριση υδατικών πόρων. Η ύδρευση του Πειραιά αρχικά στηρίχθηκε στα υπόγεια νερά με την διάνοιξη πηγαδιών αλλά πολύ γρήγορα έγινε αντιληπτή η περιορισμένη δυνατότητα των υπόγειων υδροφορέων. Έτσι από τα τέλη 5ου αιώνα π.Χ. άρχισαν να κατασκευάζονται οι δεξαμενές συλλογής ομβρίων, οι οποίες κάλυπταν σε σημαντικό βαθμό τις υδατικές ανάγκες της κλασικής εποχής παρά τις μεγάλες υπερχειλίσεις. Ετσι  παρατηρείται εκτεταμένη και συνεχής προσπάθεια αύξησης του όγκου των δεξαμενών με διάφορες τεχνικές ώστε να μειώνονται οι υπερχειλίσεις και να καλύπτονται οι καλοκαιρινές ανάγκες. Ακόμη,  αναπτύσσονται μικρά υδροσυστήματα που συνδέουν μεταξύ τους πηγάδια και δεξαμενές, τα οποία συνδέονται με τη συνδυασμένη διαχείριση του νερού καθώς και με αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και την επιφάνεια των οικοπέδων. Τέλος, οι ιδιαίτερα αυξημένες υδατικές ανάγκες της Ρωμαϊκής εποχής οδήγησαν στην κατασκευή υδραγωγείου που μετέφερε νερό από πηγή εκτός της χερσονήσου του Πειραιά.

Η μελλοντική έρευνα εκτός των άλλων θα επικεντρωθεί: (α) στην πηγή τροφοδοσίας του υδραγωγείου, (β) στη δυνατότητα απόληψης από υπόγεια νερά και η πιθανότητα υφαλμύρινσης και (γ) στη σύνδεση της εξέλιξης και διαχείρισης των έργων ύδρευσης στο χρόνο με αλλαγές στην οικιστική ανάπτυξη και στις υδατικές ανάγκες, τυχόν κλιματικές διακυμάνσεις και βελτιώσεις σε τεχνικές και υλικά.

Leave a comment